- ἀκανθίας
- ἀκανθ-ίας, ου, ὁ,A prickly thing, and so,1 kind of shark, prob. Squalus acanthias L., Arist.HA565a29, 621b17.2 kind of grasshopper, Ael. NA10.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκανθίας — ἀκανθίᾱς , ἀκανθίας prickly thing masc acc pl ἀκανθίᾱς , ἀκανθίας prickly thing masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακανθίας — Γένος ψαριών της οικογένειας των σπινακιδών. Η οικογένεια αυτή διακρίνεται από τα δύο ραχιαία πτερύγιά της, από τα οποία το ένα βρίσκεται μπροστά από τα στηθικά, σε κάθετη γραμμή. Ο σπειροειδής έλικας του πεπτικού σωλήνα έχει λιγότερο πλατιές… … Dictionary of Greek
ἀκανθίαι — ἀκανθίας prickly thing masc nom/voc pl ἀκανθίᾱͅ , ἀκανθίας prickly thing masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθίαν — ἀκανθίᾱν , ἀκανθίας prickly thing masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀκανθίας prickly thing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… … Dictionary of Greek
ἀκανθίου — ἀκάνθιον cotton thistle neut gen sg ἀκανθίας prickly thing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)